- σούσις
- σούσεως, ἡ Α(κατά τον Ησύχ.) δ. τ. τού σοῡ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σουσίς — lily fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουσίς — ίδος, ἡ, Α η επαρχία τών Σούσων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σοῦσα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Ἀργολ ίς)] … Dictionary of Greek
Σουσί — Σουσίς lily fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουσίδα — Σουσίς lily fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουσίδας — Σουσίς lily fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουσίδι — Σουσίς lily fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουσίδος — Σουσίς lily fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σουσίδων — Σουσίς lily fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУЗИАНА — • Susiāna, η̉ Σουσιανή, Σουσίς, Σουσιάς, раньше называвшаяся Киссией (н. Хусистан), провинция Персидского царства, представляла обширную равнину, соединенную с Вавилонией, но отделенную от других смежных стран высокими горами. Она… … Реальный словарь классических древностей